- τεκτονικον
- τεκτονικόντό Plat. = τεκτονική См. τεκτονικη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τεκτονικόν — τεκτονικός practised masc acc sg τεκτονικός practised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχήσιο — το (Α καρχήσιον και δωρ. τ. καρχάσιον) το άνω άκρο τού ιστού τών ιστιοφόρων πλοίων αρχ. 1. είδος επιμήκους ποτηριού, κυπέλλου με δύο λαβές που εκτείνονταν από τα χείλη μέχρι τη βάση του, το οποίο αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς ως… … Dictionary of Greek
χειρομήριον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥυκάνη... τεκτονικὸν ἐργαλεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μηρός + κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek